Γράφει : ο Κώστας Πραχάλης Το σαμποτάζ στην Ελιά-Λακωνίας ( 18 Αυγούστου 1941)
Οφειλόμενη θεωρώ την επετειακή αναφορά σε ηρωικές πράξεις ηρωικών ανθρώπων. Χρέος! Του οποίου η αίσθηση γίνεται εντονότερη, όταν συμβαίνει να είναι συντοπίτες μας. Και επειδή κάποιοι από τους φίλους αναγνώστες δεν έτυχε ίσως να έχουν διαβάσει το άρθρο μου «Μνημόσυνη βιογραφική αναφορά στον Αντώνη Κουτσογιαννόπουλο», που είχε δημοσιεύσει ο Μιχάλης στις 28 – 11- 2020 ή και μερικοί να μην έχουν ακούσει τίποτα γι αυτόν, παραθέτω εδώ σε επανάληψη κάποια απαραίτητα στοιχεία του πρωταγωνιστή αυτού του παράτολμου εγχειρή- ματος στο λιμάνι της Ελιάς. Τόπος γέννησης : Πάκια – Λακωνίας ΄Ετος γέννησης : 1921 Εκπαίδευση : Σχολή Ναυτοπαίδων Αντιστασιακή Οργάνωση : ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ-2 Ειδικότητα : Σαμποτέρ (ψευδώνυμο : Παπανικολής) Δράση : Εμπρησμός των καυσίμων Α/Φ στην Ελιά, βύθιση γερμανικών πλοίων στο λιμάνι του Πειραιά , κατασκοπεία. Συνελήφθη με προδοσία και εκτελέστηκε από το στρατό κατοχής ( 28 – 11 – 42) στο 3 νεκροταφείο της Κοκκινιάς, στα εικοσιένα του χρόνια. Για να είμαι δε συνεπής με την Ιστορία, αλλά και επειδή ο «εγκέφαλος» του σαμποτάζ της Ελιάς ήταν ένας μεγάλος πρωτεργάτης της Αντίστασης, ο Λάμπης Κουτσογιαννόπουλος, που και τότε έμεινε αφανής και τώρα παραμέ- νει άγνωστος στους πολλούς, παραθέτω και από τα δικά του ορισμένα βασικά στοιχεία : Τόπος γέννησης : Συκέα – Λακωνίας Έτος γέννησης : 1909 Ιδιότητα : αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού – πλωτάρχης, απότακτος λόγω συμμετοχής του στο κίνημα του Βενιζέλου (1935). Αντιστασιακή δράση : Αρχηγός της Μυστ. Οργάνωσης ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ-2, Πράκτορας της Βρετανικής κατασκοπείας (Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων- SOE) και σύνδεσμος με το Κάιρο, αλλά και συντονιστής της επιχείρησης στο Γοργοπόταμο. Συνελήφθη το Φεβρ. του 1943, αλλά απέφυγε τελικά την εκτέλε- ση με αγγλική δωροδοκία (λίρες) προς τους Γερμανούς. Αυτοί οι δύο συμπατριώτες μας έκαναν το σαμποτάζ στο λιμάνι της ‘‘Βιανδίνης’’ . Το οποίο, να σημειώσω, μετά τη σχετικά μικρή δολιοφθορά στα καύσιμα της Βέρμαχτ στη Θεσσαλονίκη (20 – 5- 41), ήταν το πρώτο μεγάλο επιτυχημένο σαμποτάζ της κατοχής πανελληνίως, προτού ακόμη ιδρυθούν οι αντιστασια- κές οργανώσεις( ΕΑΜ, ΕΔΕΣ κ.λ.π.). Ο Λάμπης, που ήδη πριν από την αποχώρηση των Άγγλων (Απρίλιος του ’41) είχε εφοδιαστεί από τη SOE με εκρηκτικά δολιοφθορών, έχει κατεβεί από την Αθήνα στο χωριό και πεισμωμένος μετά την αποτυχημένη επιχείρηση της Βρετανικής Αεροπορίας να καταστρέψει το γερμανικό αεροδρόμιο των Μολάων, αλλά και αποκομμένος από το Αρχηγείο με τον ασύρματο ανενεργό (το καϊκι που τού έφερνε τους κωδικούς βούλιαξε κατά το βομβαρδισμό του λιμανιού της Μον/σίας), αποφασίζει αυτοβούλως να ξεκινήσει τον « κρυφό πόλεμο» με τις «βενζίνες» της Ελιάς. Πάνω από πεντακόσια βαρέλια κηροζίνη για το αεροδρόμιο των Μολάων είναι στοιβαγμένα στο μικρό λιμάνι (στο μόλο και το συνεχόμενο δρόμο μπροστά από τα σπίτια), υπό την ευθύνη γερμανικής φρουράς. Έπρεπε να καούν! Ο ανεφοδιασμός των γερμανικών στρατευμάτων στην Κρήτη και τη Β. Αφρική από το αεροδρόμιο, έπρεπε να υποστεί ένα δυνατό πλήγμα ! Τα δυο μακρινά ξαδέλφια, ο Λάμπης και ο Αντώνης, έδρασαν εντελώς μόνοι, χωρίς επιτελικές εντολές, χωρίς καμιά κάλυψη, κυριολεκτικά εκτεθειμένοι στον κίνδυνο του εχθρού ή του…καταδότη. Ο αξιωματικός έβαλε τη γνώση και την πείρα καθώς και την εκπαίδευση του «μικρού» στα εκρηκτικά (τις χελώνες). Ο ναυτόπαις έβαλε το άριστο κολύμπι και την ψυχή ! Το πλεονέκτημα στην όλη υπόθεση ήταν ότι, ως συγγενείς, είχαν τη δυνατότητα να συνεργάζονται στο σχεδιασμό της επιχείρησης μέρα – νύχτα, χωρίς να δημιουργούν υποψίες, αφού οι αγροτικές κατοικίες των οικογενειών τους, στις οποίες μετακόμιζαν από το χωριό τους θερινούς μήνες για τη συγκομιδή των σύκων, βρίσκονταν η μία απέναντι στην άλλη, στις «Χούνες» του κάμπου Πακίων-Ασωπού. Ο Λάμπης «κρυβόταν» συστηματικά , ενώ ο Αντώνης που ήξερε τα κατατό- πια, μελέτησε πολλές φορές επιτόπου το πεδίο δράσης, χρονομέτρησε τις αποστάσεις προσέγγισης από στεριά και θάλασσα (μέτρησε τα μακροβούτια), κατασκόπευσε τις κινήσεις της φρουράς στο λιμάνι, πλησίασε δυο φορές τους Γερμανούς στρατιώτες μ’ένα καλάθι και τους έδωσε σταφύλια και… Το πρωί της 18 Αυγούστου, με τα άλογα και το δωδεκάχρονο αδερφό του Βάσο* για άλλοθι, φτάνει στο χωράφι τους στην Αμερίτα (200 μ. βορινά πριν μπούμε στην Ελιά), αφήνει το ανύποπτο παιδί να μαζεύει τα σύκα και κείνος κρατώντας το «γνώριμο» καλάθι με τη βόμβα μέσα σκεπασμένη με σταφύλια και αμπελόφυλλα κατευθύνεται στον όρμο «Βούρκος» 600 μ. ανατολικά από το λιμάνι, όπου και κρύβει τη «χελώνα». Γύρω στις 10.30΄ έρχεται στην αμμουδιά του λιμανιού, ρίχνει από κει τις τελευταίες ματιές του στη γερμανική σκοπιά και διώχνει με επιμονή και αγριάδα τα τρία Μολαϊτάκια, που κολυμπούσαν εκεί ξένοιαστα. Ήταν ο Γιάννης ο Καναβάρος, ο Νίκος ο Ντανάκας (πατέρας της Όλγας) και ο Χρήστος ο Τρογκάνης. Οι δυο πρώτοι μού έχουν διηγηθεί με τα ίδια ακριβώς λόγια την…περιπέτειά τους. Λέω περιπέτεια, γιατί… «στο δρόμο για τους Μολάους με τα πόδια , κατά τις δώδεκα, στην ανηφόρα πριν από το Διάσελο ακούσαμε τις απανωτές εκρήξεις και είδαμε να καίγεται το λιμάνι. Φοβηθήκαμε πολύ και αρχίσαμε να τρέχουμε. Συναντήσαμε και τους Ιταλούς. Το μυαλό μας πήγε στον Αντώνη, αλλά μιλιά…». Ο Πακιώτης σαμποτέρ είχε κάνει καλά τη δουλειά του. Αφού απομάκρυνε τους…λουόμενους, ξαναπήγε οδικώς στο Βούρκο, ώρα έντεκα ζώστηκε στη μέση του τη μαγνητική «χελώνα» και κολυμπώντας με τα μετρημένα μακροβούτια του έφτασε στο λιμάνι από την πίσω μεριά, όπου έρποντας κόλλησε τον ωρολογιακό μηχανισμό σ’ ένα από τα ακρινά βαρέλια, ρυθμισμένον να εκραγεί στις 12.00΄. Κολυμπώντας πάλι με μακροβούτια, επέστρεψε στον κρυψώνα του Βούρκου, καθώς ντυνόταν άκουσε με άγρια χαρά την πρώτη έκρηξη και σαν να είχε πάει για μπάνιο (όλα…απλά και φυσικά που του’ λεγε και ο ΄΄μέντορας΄΄) πέρασε από την καμάρα (αγροικία) του γαμπρού του τού Μαρούση , κοντά πάνω από το Βούρκο, για να πάρει το καλάθι που…είχε αφήσει πριν. Εκεί όμως τον περίμενε έκπληξη. Η παραδουλεύτρα των Μαρουσαίων, η Φανή**, αμπαρωμένη από τους κρότους μέσα στο σπιτάκι, μόλις τον ξαναείδε τώρα αναψοκοκκινισμένο, έβαλε υποψιασμένη τη φωνή : – Εσύ το’ κανες κερατά, θα μας σκοτώσουν όλους… Γέλασε για να την καθησυχάσει και ξέροντας ότι, μόλις οι Γερμανοί συνέλθουν από τον αιφνιδιασμό θ’αρχίσουν να ψάχνουν, όρμησε τρέχοντας προς το χωράφι που είχε αφήσει το μικρό του αδερφό. Το παιδί έντρομο και κείνο από τον χαλασμό, όσο που πρόλαβε να τον ακούσει να του λέει, χωρίς να σταματήσει: – Τ’ άλογα…και στις Χούνες γρήγορα. Πες τους ότι έρχομαι κι εγώ… Του είπε και χάθηκε. Και μέσα από την προμελετημένη του διαδρομή μακριά από κατοικίες και ανθρώπους έφτασε στο πατρικό τους, πριν από το μικρό Βάσο. Κατά τ’άλλα, οι βενζίνες…παρανάλωμα, ζημιές σε κάποιες βάρκες και σ’ένα καϊκι φορτωμένο με λάδι, αλλά ούτε θύματα ούτε τραυματισμοί από το σαμπο- τάζ. Και το σπουδαιότερο, ούτε συλλήψεις. Γιατί ο μέγας φόβος ήταν μην οι Γερμανοί, κατά τη συνήθειά τους, κάψουν το χωριό για αντίποινα. Ενοχοποίησαν -λέει- για την έκρηξη τον ήλιο του Αυγούστου, παρά την επιμονή της Ιταλικής φρουράς των Μολάων (καυγάδισαν έντονα), ότι επρόκειτο για δολιοφθορά. Επειδή όμως οι «φήμες» άρχισαν να τρέχουν επικίνδυνα, το άλλο βράδυ Αντώνης και Λάμπης, με καϊκι από την παλιά Μονεμβασία…στον Πειραιά. Για τις «μεγάλες δουλειές» τού ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ- 2. Βεβαίως, τι είδαν και τι άκουσαν, αλλά και τι έκαναν οι Ελιώτες κείνες τις δύσκολες γι αυτούς ώρες, τ’αφήνουμε για άλλη φορά. Έχω κάμποσα σ’ ένα τετράδιο, όπως μου τα είπαν πριν από κάτι χρόνια. « Έχω» κι ένα ντεπόζιτο, απομεινάρι του σαμποτάζ. Το έχει φυλαγμένο ο Νίκος Ι. Καρυτσιώτης. Το κουβάλησε στο λιμάνι και το φωτογράφησε εκεί που ήταν πριν από 80 χρόνια. Τον ευχαριστώ. Για όποιον δε «δύσπιστο» τυχόν, έχω μαζί με τα άλλα γράμματα του Αντώνη από τις φυλακές Αβέρωφ και κείνο που λέει ότι « το πρώτο που παραδέχτηκα στην ανάκριση, ήταν οι βενζίνες»! * Η πλέον αξιόπιστη πηγή μου για τον τρόπο διενέργειας του σαμποτάζ υπήρξε ο Βάσος ο Κουτσογιαννόπουλος,ως αυτήκοος μάρτυς των οικογενειακών συζητήσεων που επακολούθη- σαν. ** Ο Λάμπης απαίτησε την εκτέλεση της γυναίκας, για λόγους ασφαλείας, που όμως δεν πραγματοποιήθηκε με ευθύνη του εργοδότη της Γ. Μαρούση.