! Χρόνο με το χρόνο, όλο και κάποιος…έλειπε από τους προπομπούς στηνπαρέλαση. Μέχρι που έμεινε ένας! Στα…ενενήντα εφτά του, με κομμένα ταπόδια από το γόνατο και με μνήμες ατελείωτες. Ο μπαρμπα-Γιώργης, πολεμιστής του ’40. Από τους αυτόπτες μάρτυρες. Απ’αυτούς που ανέπνευσαν τον τραγικό αέρα του μετώπου της Αλβανίας. Πουφτιάξανε το Έπος. Είχε μάθει πως ασχολούμαι με τους βετεράνους του Ελληνοϊταλικού πολέμου,πως ήξερα, ότι ήταν ο «τελευταίος εν ζωη» στην Επαρχία Επιδαύρου Λιμηράςκαι ήθελε να μου δώσει…κάτι. Μου το παρήγγειλε από το χωριό με το γιατρό του και μια Κυριακή -θυμάμαι-ανήμερα της 28ης πήγαμε μαζί. Τιμή μου το’νιωσα. Μπαίνοντας στην κάμαρη, στον τοίχο απέναντί μας, δυο ξύλινα πόδια στηνκρεμάστρα…άχαρο θέαμα , λυπητερό, μέχρι να το συνηθίσω. Το ίδιο και το σεντόνι του κρεβατιού του, άδειο…από τα γόνατα και κάτω. Λες και κατάλαβε τη σκέψη μου, έδειξε με το χέρι τη…σκεπασμένη τουαναπηρία και αστειεύτηκε με απλοϊκή περηφάνια: -Τα…υπόλοιπα τ’ άφησα στην Άρτα, στο χειρουργείο. Γράφεις βιβλίοδάσκαλε; Τι να σου πω τώρα… Η σφαίρα είναι σφαίρα. Στο δευτερόλεπτο…Τοκρυοπάγημα όμως είναι κόλαση… Τον αφήσαμε να πει την ιστορία του. Ούτε ερώτηση ούτε διακοπή. Σαν ναμιλούσε για λογαριασμό όλων εκείνων των νηστικών και ψειριασμένωνφαντάρων της πρώτης γραμμής, που «μουσκεμένοι ως το κόκαλο αναγκάζονταννα ξενυχτίσουν πάνω στο χιόνι και τη λάσπη. Που έπεφταν πρηνηδόν νασημαδέψουν με το μάνλιχερ κι έβλεπες από πίσω τ’ άρβυλά τους χωρίς σόλες,τις πατούσες τους γυμνές». Για λογαριασμό τού άγνωστου κρυοπαγημένου στρατιώτη, που «ξεκομμένοςαπό τη μονάδα του έψαχνε κουτσαίνοντας, τρικλίζοντας να βρει το δρόμο του,μέσα στην άσπρη απεραντοσύνη του χιονιού ή είχε ακουμπήσει πάνω σε μιαπέτρα, περιμένοντας εκεί ώρες ατελείωτες , μήπως περάσει καμιά εφοδιοπομπήή τίποτα τραυματιοφορείς να τον περιμαζέψουν». Τον άκουγα και συλλογιζόμουν, «πόσος ηρωισμός χρειάστηκε τότε, γιαν’αποφύγει την αυτοκτονία ή το νευρικό κλονισμό, όταν μέσα στα στρατιωτικάχειρουργεία, εικοσιπέντε ετών παλικάρι διπλά ακρωτηριασμένο, συλλογιζόταντο σπιτικό του, τη ζωή που τον περιμένει, το σπαραγμό της γυναίκας του σαν θατον αντικρίσει…». Τη φωτογραφία την πήρε από το κομοδίνο πλάι στο κρεβάτι. Την κοίταξε…«ε, ρε νιάτα…» και την πρότεινε με το χέρι προς το μέρος μου. Η κλασική φωτογραφία του εφέδρου στα μετόπισθεν. Στητός με τα στρατι-ωτικά του, με τις γκέτες του, ξυρισμένος, γελαστός και στο πίσω μέρος με με-λανί μολύβι: Εν Πρόγονατ 8-2-1941
Σεβαστοί μου γονείς γεια σας.Μόλις γύρισα από τις επιχειρήσεις. Παρέδωσα τον οπλισμό μου, κατεβαίνω σταορεινά χειρουργεία προς εξέταση. Έχω ελαφρώς κρυοπαγήματα. Ελπίζω να μηνείναι το σοβαρό. Αλλ’ αφού το θέλει η Πατρίς, όλα θα τα θυσιάσουμε δια τηντιμήν και την υπόληψην.Φιλιά στη γυναίκα μου και τα παιδιά μου Μεθ΄ αγάπης Γιώργος Διάβαζα δυνατά ν’ ακούει κι ο γιατρός. Καταλάβαμε. Ενώ ξέρει την κατά-στασή του, ξέρει…τι τον περιμένει, τους στέλνει τη φωτογραφία…«εν πλήρειακμη» για να τους καθησυχάσει, αλλά κι… άμα το θέλει η Πατρίς, όλα δια τηντιμήν… Τη δεύτερη φωτογραφία την έδωσε στο γιατρό από την άλλη μεριά τουκρεβατιού, κάνοντάς του νόημα να τη δώσει μετά σε μένα. Την κοίταξε εκείνος επίμονα και είδα να συσπάται το πρόσωπό του. Είδα ναδαγκώνει τα χείλη, μόλις τη γύρισε και διάβασε στην πίσω όψη. Μου την έδωσε αμίλητος, βουρκωμένος. Καθιστοί πάνω σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου, με κομμένα τα πόδια, δυοστρατιώτες χαμογελούσαν πιασμένοι από τους ώμους σαν…παλιόφιλοι σεγλέντι. Και πίσω, μια ημερομηνία και δυο λέξεις: « Ενθύμιον ακρωτηριασμού 26 – 2 – 41». – Ο αδύνατος…είμαι του λόγου μου, μου διευκρίνισε με το βλέμμα καρφωμένο στη φωτογραφία. Συγκλονίστηκα. Ενθύμιο ακρωτηριασμού, με πόζα και χαμόγελα, λες κι ήτανενθύμιο προαγωγής ή παρασημοφόρησης. Έμεινα να κοιτάζω εκστατικός μια την ξεθωριασμένη φωτογραφία και μια το«επίγραμμα», που «κάτι» θύμιζε από…αρχαία Σπάρτη. Βαθιά μέσα μου μια μπάντα μυστική άρχισε να ανακρούει χαμηλόφωνα τονΕθνικό Ύμνο.
Our website uses cookies to provide you the best experience. However, by continuing to use our website, you agree to our use of cookies. For more information, read our Cookie Policy.