Αφιερωμένο στη«Γιορτή της μητέρας»

Γράφει : ο  Κώστας  Πραχάλης

                                                  Η  περιστέρα*                     

     Είχε στοιχειώσει το παλιό αυθαίρετο της γειτονιάς μου. Χρόνια τώρα ημιτελές, έγινε καταφύγιο του αδέσποτου ζωικού βασιλείου. Γι’ αυτό και μόλις το πρωί ακούσαμε τον ορυμαγδό της μπουλντόζας, σπεύσαμε οι περίοικοι ομοθυμαδόν.  «Επιτέλους! Ν’ανοίξει ο δρόμος…»

    Προσφιλές θέαμα η κατεδάφιση, κατέπλευσαν οι αργόσχολοι από την καφετέρια, σταμάτησαν και κάτι περαστικοί, έγιναν τα απαραίτητα «πηγαδάκια», συμπληρώθηκε ο κύκλος των θεατών.

   Δυο-τρία ζευγάρια περιστέρια που είχαν κάνει κατάληψη στο πάνω πάτωμα του κατεδαφιστέου ψηλά στις τρύπες του τοίχου, με τις πρώτες επιθέσεις του σιδερένιου θηρίου φτερούγισαν αλαφιασμένα και προσγει-ώθηκαν στα σίγουρα κεραμίδια της αντικρινής μονοκατοικίας κοιτά-ζοντας  με απορία τη διαδικασία, γιατί ούτε από αυθαίρετα ήξεραν ούτε από …. « ΕΚΤΕΛΟΥΝΤΑΙ  ΔΗΜΟΤΙΚΑ  ΕΡΓΑ ».

   Και η μπουλντόζα…τη δουλειά της. Εύκολη λεία το παλιόσπιτο, πριν από το μεσημέρι  μόνο ο νότιος τοίχος είχε απομείνει, με τις περιστερό-τρυπες άδειες.

   Παρών κι ο δήμαρχος, πιάσαμε την κουβέντα κι ούτε που πήραμε χαμπάρι τη μάχη που είχε ανοίξει στο μεταξύ  ο μπολντοζιέρης μ’έναν φτερωτό  καμικάζι. Μας «ξύπνησαν»  οι φωνές του:

-Χιου ρε…χιου!  Κοίτα ο διάολος… θα με στραβώσει, ρε παιδιά!

   Να μου το’λεγαν, δεν θα το πίστευα. Ούτε στον κινηματογράφο…

   Ένα ασπρόμαυρο περιστέρι να μπαινοβγαίνει σε μια από τις τρύπες του τοίχου γουργουρίζοντας αλλόκοτα,  να ραμφίζει απεγνωσμένα τη σιδερέ-νια δαγκάνα, να πέφτει πάνω στο παρμπρίζ τού μηχανήματος…πιτσιλιές το αίμα του στο τζάμι, να χυμάει κατά πάνω στο χειριστήμε νύχια και με μύτη αψηφώντας τις απωθητικές του χειρονομίες και τα χουγιάγματα, μικρό λυσσαλέο φτερωτό αγριμάκι ποιο…το περιστέρι της ειρήνης!

   Σαστίσαμε. Από τη μια 300 δράμια κρέας με τα πούπουλα κι από την άλλη των…τόνων η μπουλντόζα. Μάχη να σου πετύχει!

   Τότε ήταν που πήρε το μάτι μου ψηλά στην ακρινή περιστερότρυπα δυό γυμνά κεφαλάκια να σαλεύουν με τα στόματα ανοιχτά, άπειρα εντελώς κι ανίδεα για το χαλασμό που ερχόταν.

   Έβαλα τη φωνή δείχνοντας τη φωλιά με το’να χέρι κι απλώνοντας τροχονομικά  το άλλο στο χειριστή.

   Κοίταξαν ψηλά  κι οι άλλοι, η δαγκάνα έμεινε μετέωρη, ο δήμαρχος «μια σκάλα βρε παιδιά…», οι θεατές κάτι μουρμούρισαν, αλλά ο άνθρωπος του μηχανήματος δήλωσε με επαγγελματική σοβαρότητα :

-Για τέτοια είμαστε τώρα; Σκάλα κει πάνω δε φτάνει…..

     Η περιστέρα στο μεταξύ επωφελούμενη από τη διακοπή της άνισης μάχης πετάρισε βιαστικά και κούρνιασε στη φωλιά, καλύπτοντας τους ολόγυμνους νεοσσούς με τα φτερά της. Το κεφάλι της προς τα έξω κουνιόταν νευρικά, ασταμάτητα, περιμένοντας λες μαρτυρικά τη συνέ-χεια της τραγωδίας.

  «Προχώρα, Σπύρο » έγνεψε ο εργολάβος στο χειριστή μουδιασμένα κάπως και κοιτάζοντας  μια εμάς και μια τη μελλοθάνατη οικογένεια μουρμούρισε: «Δε γίνεται αλλιώς!…».

    Βρυχήθηκε το μηχάνημα, βρόντηξε ο ατσαλένιος «κριός» πάνω στον τοίχο που ταρακουνήθηκε ετοιμόρροπος μια στιγμή, για να πέσει στη συνέχεια το περισσότερο από το μισό του.  

    Ψηλά στη γωνία που απόμεινε, στη μοναδική πλέον τρύπα, η περιστέρα ασάλευτη! Αιμόφυρτη, νικημένη, μα ασάλευτη,  αγκαλιά με τα μικρά της, πάνω κει στο δραματικό της αγκωνάρι με τον εχθρό από κάτω, πανίσχυρο, μηχανοκίνητο, αποφασισμένο και νόμιμο!

   Κοιταχτήκαμε οι…αυτόπτες, κάνοντας την ίδια σκέψη: «Τώρα που θα δει τα σκούρα , θα πετάξει, θα φύγει».

   Αμ’ δε… Η τελευταία σκηνή του δράματος εκτυλίχτηκε μέσα σ’ένα σύννεφο σκόνης κι έναν πάταγο από ντουβάρι που σωριάζεται μονομιάς.

Στρίψαμε ομαδικώς προς τα πίσω με το χέρι στα μάτια και μόλις καταλάγιασε ο κουρνιαχτός , είδαμε το φινάλε:

Ο χειριστής της μπουλντόζας, είχε σαλτάρει από το κάθισμά του κι ακροβατώντας πάνω στις γκρεμισμένες πέτρες, έφτασε εκεί που… «κάτι είχε δει να πέφτει»  μαζί με τον τοίχο.

   Βγαίνοντας από τα ερείπια, κρατούσε κρεμάμενο από τα πόδια με το φτέρωμα τσαλακωμένο, καταματωμένο κι όλο χώματα, το δύστυχο πουλί.

-Τέτοιο πράμα δεν περίμενα να το ιδώ στη ζωή μου.

Το είπε και μας κοίταξε σαν… απολογούμενος για τη  «διατεταγμένη» του αυτουργία.

    Έπιασε ύστερα στις χούφτες του το άψυχο σώμα της περιστέρας, του ίσιωσε μ’ένα χάδι τα φτερά  και το ακούμπησε μαλακά πάνω στα μπάζα του ανατρεπόμενου.

   Φόρος τιμής στον αντίπαλο ή αναγνώριση πράξης ηρωισμού ανυπέρβλητου;

   Τσιγάρο…αμηχανίας ο εργολάβος, σιωπή «συνενοχής» εμείς οι άλλοι,  μου θύμισε και το «ενός λεπτού σιγή…», μου ήρθαν και σκέψεις μεταφυσικές:

  Πώς το λένε άραγε κείνο το φοβερό πραγματάκι, κείνο το ελάχιστο κύτταρο που έχει φυτέψει η Δημιουργία μέσα στο κεφάλι του θηλυκού όντος και βάζει σε λειτουργία το μηχανισμό αυτής της απίστευτα μεγάλης αγάπης, αυτής της ενστικτώδους αυτοθυσίας;

   Ρωτώ, λες και δεν ξέρω:   ΜΑΝΝΑ  το λένε !

* Το περιστατικό  συνέβη στους Μολάους επί δημαρχίας Γ. Μυλωνάκου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *