Γράφει : ο Κώστας Πραχάλης Η μπόμπα*
Το Νικόλα της Στράταινας, ο παπα-Γιωργάκης…«ούτε στο θανατό του…». Του το’πε κουνώντας το μπαστούνι το Μέγα Σάββατο καταμεσής στην αγορά του χωριού, γιατί στην εκκλησία να τον δει…πράγμα ανέλπιστο! Πέντε φορές όλες κι όλες στη ζωή του πέρασε την πόρτα της. Στο γάμο του και στα βαφτίσια των παιδιών του. Του’ πε κι άλλα ο ιερέας και όχι βεβαίως χωρίς λόγο… Φυσιογνωμία ασκητική, μείγμα αυστηρότητας και καλοσύνης, χαμηλόφωνος και ταπεινός, σεβαστός κι αγαπητός απ’ όλους, ήρθε νέος παπάς κι έφτασε να γεράσει στο χωριό. Κι ο Νικόλας – κατά κόσμον Νικάρας- με το μαντράχαλο σουλούπι του, όχι πως ήτανε κακός. Αγαθότατος και πλακατζής και…πειραχτήριος τύπος παιδιόθεν. Και εργάτης περιζήτητος. Από μυαλά ίσως…υπέφερε λιγάκι. Κι από κρασί… Κατά τ’ άλλα…ειδικότης του ανεγνωρισμένη και κοινώς αποδεκτή τα μπουρ-λότα της μεγαλοβδομάδας. Εκατό να πέφτανε μαζί στην περιφορά του επιταφίου ή την ανάσταση, οι μπόμπες του ξεχώριζαν. Έκαναν τον κρότο του φουρνέλου. Το’ξεραν όλοι. Κι αυτό είναι που του είχε φτιάξει κείνη μια παιδιάστικη ηρωικότητα και μια αφελή καταξίωση γύρω από το θέμα. Οι μπόμπες του Νικάρα! – Σα δε ντρέπεσαι κοτζάμου γάιδαρος…με τις μπόμπες, του’ βανε η μάννα του κάθε χρόνο τις φωνές, αφού η συμβία στόμα είχε και μιλιά δεν είχε. Γυναίκα χηρευάμενη η Στράταινα και θρήσκα, μια πηδιά τόπος η χαμοκέλα τους από τον Αϊ- Δημήτρη, μαράζι το’ χε με τον ανεκκλησίαστο το Νικάρα. Φέτος, την περίμενε πώς και πώς τη Μεγάλη Παρασκευή. Είχε τις καλύτερες βιολέτες για το στόλισμα του επιταφίου. Μόλις σήμανε λυπητερά η καμπάνα, γέμισε το καλό της το πανέρι, το τύλιξε ευλαβικά με την άσπρη πετσέτα την κεντητή και με τις εγγόνες ένθεν και ένθεν…πρώτη στην εκκλησία. ΄Επιασε στασίδι και τις καμάρωνε με αγαλλίαση να στολίζουνε με τ’ άλλα τα κορίτσια τον τάφο του Χριστού, έτσι όπως τις είχε δασκαλέψει. Το βράδυ, στο Επιτάφιο πάλι νωρίς, μη χάσει το παραμικρό από τα Εγκώ-μια. Μαζί κι η νύφη της με τις θυγατέρες, μπροστά- μπροστά στο γυναικωνίτη. Μονάχα ο Νικάρας έλειπε, καθότι…τ’είχες Γιάννη τ’είχα πάντα και καθότι… «έκαστος στο είδος του, λω μάννα» η μόνιμη απάντησή του. Έξω από το ναό, στα μεγάλα σκαλοπάτια που κατέβαζαν τον κόσμο κάτω στο προαύλιο για να εκκλησιαστεί, αλλά κι από πάνω στο δρόμο με τους καφενέδες και τα ταβερνεία, μαινόταν και φέτος ο πόλεμος του…εθίμου, με κάθε είδους πολεμοφόδια. Από τα «κλειδάκια» και τα «τρίγωνα» των παιδιών, μέχρι τις «σαϊτες» των μεγαλύτερων και τις «μπόμπες» με το φυτίλι, για τις…επίσημες στιγμές! Συνηθισμένοι στα μπαμ και μπουμ οι ψάλτες είπανε τις δυο πρώτες «στάσεις» και μετά το θυμιάτισμα του παπά και τη «μικρά συναπτή», περίμεναν να μπούνε στο εξόχως μοιρολογικό και γλυκύτατο…«αι γενεαί αι πάσαι…». Εαρινή βραδιά, κατανυκτική μέσα στη χαρμολύπη της, με αρώματα βιολέτας και λεμονανθού, γνήσια εικόνα ελληνικής Πασχαλιάς. Που δεν έμελλε όμως να διαρκέσει. Γιατί πάνω που ο παπα-Γιωργάκης μπήκε στο Άγιο Βήμα ν’αφήσει το θυμιατό, πάνω στο «νυν και αεί…» ήρθε η μπόμπα ! Από τις μεγάλες -για τις…επίσημες στιγμές- ήρθε από το παραθυράκι του Ιερού , έσκασε μπροστά στην Άγια Τράπεζα και βρόντηξε …σαν φουρνέλο! Τραντάχτηκε συθέμελα η παλαιική πετρόχτιστη εκκλησία, τρίξανε τα τζάμια, κάπνα και μπαρουτίλα άρχισε να βγαίνει από τις θύρες του τέμπλου, κόπηκε με το μαχαίρι κι η ψαλμωδία, οι μικρομάννες «Χριστέ μου…τα παιδιά μας» και μέσα στη χλαχοή και τον πανικό…ιδού κι ο νεωκόρος, σπρώχνοντας και πατώντας, να πασχίζει να φτάσει στο Ιερό, επαναλαμβάνοντας συνεχώς γεμάτος ανησυχία:- Ο παππούλης ρε παιδιά! Ο παππούλης…. Ψάλτες και λαός τον ακολούθησαν με το βλέμμα στραμμένο εναγωνίως προς την Ωραία Πύλη, που κάπνιζε ακόμη. Σιωπή αναμονής απλώθηκε πάραυτα, μαζί μ’ ένα φόβο για τον ιερέα. Για λίγο μόνο.Γιατί ο εκκλησάρης μετά από ολιγόλεπτη αυτοψία, έκανε την εμφάνισή του στο βημόθυρο και με ιερή αγανάκτηση και ύφος «κατά παντός υπευθύνου» κατήγγειλε εις επήκοον πάντων και πασών :- Ο παπάς έφυγε ! Του ρίξανε μπόμπα από το φεγγίτη … Φούντωσε πάλι η φασαρία, ο ένας το κοντό κι ο άλλος το μακρύ, άρχισαν και κάποιοι να κινούνται προς την έξοδο, άβουλο ανθρωπολόι ο κόσμος , που πάντα σε δύσκολες στιγμές δεν ξέρει τι να κάνει. Κι εκεί, μέσα στην αναταραχή και την αβεβαιότητα, ακούστηκε… η φωνή. Απόκοσμη θαρρείς, ήρθε ψηλά από το γυναικωνίτη κι έκανε όλα τα κεφάλια να στραφούν ξαφνιασμένα : -Ντροπής να φύγουμε, ντροπής. Για τον αφέντη το Χριστό… εδώ να κάτσουμε όλοι , να τονε ξενυχτίσουμε. Η μάννα του Νικάρα! Αλαφιασμένη με απλωμένα τα χέρια, σαν να’θελε να τους αγκαλιάσει όλους από κει πάνω, να τους κρατήσει στην εκκλησιά, μα και σαν να’θελε να πάρει πάνω της την ευθύνη για το «κακό» που τους βρήκε, συνέχισε σπαραχτικά κι απεγνωσμένα :- Ο αφορεσμένος ο δικός μου την έριξε, που να μην έσωνε Παναγία μου. Ήθελε να σκιάξει τον παπα- Γιωργάκη. Το’λεγε μεθυσμένος…των Βαγιών που έφτιαχνε τις μπόμπες, μα δεν το πίστεψα. Θα πάω μοναχή μου να προσπέσω στον παπά. Θα πα’ να τονε φέρω… Θέλεις η δραματική ειλικρίνεια της μάννας, θέλεις «για τον αφέντη το Χριστό…», δεν κουνήθηκε κανείς. Κοντοστάθηκαν και οι λίγοι που είχαν κινήσει να φύγουν. – «Θα πάμε’μεις», φώναξε τότε δυνατά ένας από τους επιτρόπους κι έδειξε τον πρόεδρο του χωριού και τον εαυτό του. «Κι αύριο τους χωροφυλάκους…». Με την αναχώρηση της…ειδικής αποστολής, ανακουφιστική καταλαγή έπεσε στην εκκλησία. Κόπασαν στο μεταξύ και οι κρότοι, ατόνησε ο φόβος και δειλά, αλλά μεταδοτικά πήρε να δυναμώνει η ψιλοκουβέντα. Φώναξε…«σουτ» κανα-δυο φορές ο μπαρμπα-Αναγνώστης από το δεξί ψαλτή-ρι κι αφού είδε κι απόειδε, έκανε νόημα στο Θοδωράκη του αριστερού κι αρχίσανε να σιγοψάλουν πάλι από την αρχή τα Εγκώμια, προς κατευνασμό και απασχόληση του εκκλησιάσματος. Γύρω στις έντεκα, «η επιτροπή» έφερε πίσω τον παπά, γύρω στα μεσάνυχτα αμπόληκε ο επιτάφιος. Δεν είπε λέξη η αγιοσύνη του για το…θέμα. Τίποτα! Κι ούτε τους άφησε να φέρουν τους χωροφυλάκους. Την άλλη μέρα όμως το πρωί, προτού να μπει στον Αϊ-Δημήτρη, πέτυχε τον…ανίερο βομβιστή έξω στην αγορά κι οι χωριανοί για πρώτη φορά στη ζωή τους είδαν κι άκουσαν έναν…άλλο παπα-Γιωργάκη. Η γνώριμη πραότητα του ποιμένα μεταμορφωμένη σε οργή ασυγκράτητη, έγινε επιτίμιο καινοφανές, έγινε φωνή αγριεμένη και κραδαίνοντας το μπαστούνι… « Ούτε ιερό, ούτε όσιο θεομπαίχτη. Να κάψεις την εκκλησία…ε;; Μη σε ξαναϊδώ στα μάτια μου, εωσφόρε. Ούτε στο θανατό μου…». Του τα’ πε και αναψοκοκκινισμένος κατέβηκε τις σκάλες και μπήκε στο ναό. Πλην, άλλαι αι βουλαί του Υψίστου. Γιατί, μόλις σκόλασε η πρώτη ανάσταση και φύγαν όλοι, μπήκε σαν τον κλέφτη ο Νικάρας στην εκκλησία, έβαλε το κεφάλι του στην αριστερή θύρα του Ιερού και κοιτάζοντας χαμηλά…την τραγιάσκα που κρατούσε σαν να φόραγε χειροπέδες, ξάφνιασε τον ιερέα, «ως ο ληστής ομολογών» : – Ήρθα να ξαγορευτώ, για τη μπόμπα… Και να μεταλάβω το βράδυ στην Ανά- σταση ! Κοίταξε ο αγαθός Λευίτης, μια το συντετριμμένο «εγκληματία» με την τραγιάσκα, μια τον αναστάντα Ιησού στην εικόνα απέναντί του και μετά από στιγμιαία σιγή ψιθύρισε ανάμεσα στα κατάλευκα γένεια του με συγκίνη-ση…μεγαθύμως συγχωρητική :- Μέγας ει Κύριε. Και ο Νικάρας…ανέστη ! Το είπε και έτεινε προς αυτόν την δεξιάν του για ασπασμό και συμφιλίωση… Σήμερα, μετά από εβδομήντα τόσα χρόνια, ομοχώριος του δράστη και παλιός «μπουρλοτιέρης» κι εγώ, πιστός κάποτε μιας ανόητα επικίνδυνης παράδοσης, θα έλεγα στους μακαρίτες και τους δυο, αν μπορούσαν να μ’ακούσουν: – Τέλος στα πυροτεχνήματα. Για όλους. Ούτε στρακαστρούκα. Αληθώς !* Το περιστατικό είναι πραγματικό. Τα ονόματα τυχαία.